ταξείδι

ταξείδι
το / ταξείδιον, ΝΜ
βλ. ταξίδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ταξίδι — και ταξείδι, το / ταξίδιον και ταξείδιον ΝΜ μετάβαση από έναν τόπο σε άλλον, ιδίως μακρινό, με τη χρησιμοποίηση μέσου μεταφοράς νεοελλ. 1. φρ. α) «αγύριστο ταξίδι» μτφ. ο θάνατος β) «καλό ταξίδι» ευχή σε άτομο που πρόκειται να ταξιδέψει γ)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”